- αγεφύρωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν ενώθηκε με γέφυρα: Το ποτάμι έμενε ακόμη αγεφύρωτο.2. ασυμβίβαστη διαφορά: Τους χώριζε πάντα χάσμα αγεφύρωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.